The Works
Ένας επίγειος κόσμος στην κορυφή του δέντρουΗ ιστορία της τέχνης ως πολιτισμικό παράγωγο φαίνεται να διαμορφώνεται και να προκύπτει μέσω μιας “σύμβασης”, που επιβάλλει την οριοθετημένη προβολή μιας συνέχειας στην αταξία των γεγονότων και κυρίως στον καθορισμό των ετερόμορφων αισθητικών τάσεων και θεωρητικών αντιλήψεων. Ενώ δομείται ερμηνευόμενη από τους ιστορικούς, ταυτόχρονα αποδομείται, επανερμηνευόμενη από τους καλλιτέχνες. Οι τελευταίοι επαληθεύουν και αποδεικνύουν οτι τα εικαστικά σχήματα αποτελούν παγκόσμια αρχέτυπα που ταυτίζονται, συγχωνεύονται ή αντιπαρατίθενται εφόσον αλλάζει η αντιμετώπιση, ο χώρος, οι αντιλήψεις, τα ιστορικά και πολιτισμικά πλαίσια.
Η ίδια η ιστορία της τέχνης και των μορφών της, παρόλες τις αναγκαίες διαρκές ρήξεις, γόνιμες ανατροπές και καλειδοσκοπικές μετατοπίσεις των ορίων της, μας τροφοδοτεί γενναιόδωρα με συγκεκριμένα στοιχεία σύγκρισης και αναλογιών, άμεσα συνδεόμενων με την ιστορία των πολιτισμών, τη μυθολογία, τη ψυχολογία, την συγκριτική φιλοσοφία των θρησκειών, την ανθρωπολογία και την ίδια την ιστορία. Κάθε εικαστικό σχήμα επικαλείται έτσι τα αλλεπάλληλα φανερώματα διαχρονικών εικόνων και αναμνήσεων, συσσωρευμένων στα παλάτια της μνήμης του δημιουργού, ο οποίος μεταθέτει και επαναπροσδιορίζει τις προτεινόμενες εικαστικές πραγματικότητες σε διαρκή ανανεωμένα πλαίσια. Η Έλλη Χρυσίδου, βρισκόμενη σε μια ιδιαίτερα γόνιμη στιγμή της δημιουργικής της πορείας, θέτει σε ερώτημα την πολύπλοκη, αντιφατική και εύθραυστη υπόσταση της ψυχικής ζωής και της εσωτερικής εμπειρίας της κατανόησης των αντιθέτων, ανακαλώντας την έννοια του προπατορικού αμαρτήματος, τις ανταγωνιστικές σχέσεις του καλού και του κακού, της παρεκτροπής και έκπτωσης των ιδεών, των στάσεων και των αρχών ζωής, όπως και της έννοιας του “ιερού” ως ορίου/περάσματος ανάμεσα στην υποκειμενική ενόρμηση και στην αντικειμενική αναπαράσταση. Εξάλλου η ίδια γνωρίζει οτι “μέσα στο απέραντο βασίλειο της γνώσης υπάρχει ένα προπατορικό αμάρτημα που αποτελεί την προέλευσή της. Η γνώση, φωτίζοντας το πάθος, φανερώνει τους κανόνες και ταυτόχρονα τη μονοτονία της Μοίρας, την αληθινά συνθετική στιγμή όπου η αποφασιστική αποτυχία, χορηγώντας την επίγνωση του άλογου, αποβαίνει, παρά ταύτα, επιτυχία της σκέψης”[1]. Η αισθητική εμπειρία, μέσω των προσωπικών βιωμένων εμπειριών του δημιουργού μπορεί να αποτελέσει αναμφισβήτητα ένα ουσιαστικό όχημα αυτοκατανόησης. Η ψυχική ζωή και η εσωτερική ισορροπία δεν εμπεριέχουν μόνο, σύμφωνα με την Julia Kristeva, κάθε διάσταση της πνευματικής ζωής, αλλά συμπεριλαμβάνουν την ίδια τη σκέψη, το συναίσθημα, τη σεξουαλικότητα και τη φαντασίωση. “Η ψυχολογία του βάθους, τραβώντας την προσοχή στην επιβίωση των συμβόλων και μυθικών θεμάτων στην ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου, αποδεικνύει πως η αυθόρμητη επανακάλυψη αρχέτυπων του αρχαϊκού συμβολισμού αποτελεί κοινό φαινόμενο σε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τη φυλή και το ιστορικό περιβάλλον. Τα σύμβολα, οι μύθοι και οι λατρείες, είτε προέρχονται από διάδοση, είτε από αυθόρμητη ανακάλυψη, αποκαλύπτουν πάντοτε μία οριακή και όχι μόνο την ιστορική κατάσταση του ανθρώπου, δηλαδή εκείνη που ανακαλύπτει ο άνθρωπος συνειδητοποιώντας τη θέση του στο Σύμπαν”[2]. Αλφάβητο συμβόλων Η Έλλη Χρυσίδου επινοεί και ενεργοποιεί ένα ζωγραφικό αλφάβητο μυθικών διαπολιτισμικών και διαχρονικών συμβόλων, αναφερόμενων σε πρωταρχικές έννοιες που επηρεάζουν τα πεδία του ατομικού και συλλογικού υποσυνείδητου και τα χρησιμοποιεί ως προσδιοριστικά συνδυαστικά ιδεογράμματα με τοπολογικές αναλογίες, προσαρμοσμένα σ' ένα προσωπικό εικαστικό σύστημα (το μήλο ως σύμβολο του πειρασμού, της απαγόρευσης, της γνώσης, ως φρούτο της επιστήμης, της μαγείας και της αποκάλυψης, η σκάλα ως Κοσμικός Άξονας ανάβασης, πνευματικής προόδου και επικοινωνίας με το θείο, το Κοσμικό Δέντρο ως σύμβολο της ζωής και της υπέρβασης του βέβηλου χρόνου, το φίδι ως σύμβολο του πονηρού και ταυτόχρονα της πνευματικής και σεξουαλικής ζωτικότητας, το μαχαίρι ως φεγγαρικό έμβλημα και σύμβολο της θυσίας, της αντίστασης και της εκδίκησης, η κλίνη ως βασικός άξονας – προέκταση του σώματος, ως σύμβολο της ζωής, του θανάτου και του έρωτα). Κάθε σύμβολο, σύμφωνα με τον Rene Guenon, αποτελεί παγίωση μιας τελετουργικής σωματικής κίνησης. Επιδέχεται έτσι, λόγω της αμφισημίας του “τουλάχιστον δύο αντιτιθέμενες ερμηνείες, που πρέπει να συνενωθούν για να αποκτήσουν την πλήρη σημασία του. Ως σημείο σύνδεσης, πλούσιο σε μεσολάβηση και σε αναλογία, ενώνει τα αντιφατικά και μειώνει τις αντιθέσεις”.[1] Τα έργα της Έλλης Χρυσίδου, συνθέσεις μνημονικών κοσμο-χώρων, όπου διασταυρώνονται ατομικές, φιλοσοφικές και ζωγραφικές αναφορές σε διαχρονικά αρχετυπικά θέματα (το προπατορικό αμάρτημα, οι σχέσεις του αρσενικού με το θηλυκό, του Αδάμ και της Εύας, με συγκεκριμένη αναφορά και εκ νέου ερμηνεία του γνωστού ζωγραφικού έργου του Durer), οριοθετούνται και καταλαμβάνουν σχεδόν τελετουργικά τον περιβάλλοντα χώρο. Αναρτημένα στον τοίχο, εν αιωρήσει ή τοποθετημένα στο πάτωμα, δημιουργούν εσωτερικές σχέσεις αλληλεπίδρασης σε επίπεδο σύνθεσης και ερμηνείας. Αναμειγνύοντας τα όριά τους, η καλλιτέχνης δημιουργεί μία διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε μία δομημένη τρισδιάστατη κατασκευή/εγκατάσταση και στη συμπληρωματική ζωγραφική της απόδοση, όχι με την έννοια της εικονογράφησης αλλά της προβολικής αφαιρετικής ζωγραφικής υποδήλωσης της βασικής ιδέας, μέσω διάσπαρτων αιωρούμενων ή ταξινομημένων συμβολικών θραυσμάτων. Η ζωγραφική πράξη εικονοποιεί τις ιδέες σχεδόν σχηματικά, απελευθερώνοντας ίχνη χειρονομιακής έντασης και εξπρεσιονιστικής προδιάθεσης. Οι κατασκευές, φορτιζόμενες τεχνικά και εννοιολογικά στο ανώτατο δυνατό σημείο (χρήσεις και επεξεργασίες φυσικών υλικών όπως ρίγανη, δυόσμος, ξύλο, κερί, καθημερινών χρηστικών ή φετιχιστικών αντικειμένων, αφυπνίσεις αισθήσεων, οσμών ή ξεχασμένων νοητικών σχημάτων), υπερεκθέτουν εσωτερικά περιβάλλοντα/καταστάσεις προσφοράς και κατάθεσης του άμεσα αντιληπτού και του φαινομενικά οικείου. Ταυτόχρονα, οι ζωγραφικές συνθέσεις προβάλλουν σχηματοποιημένα το ανοίκειο, δηλαδή την αποφορτισμένη “χειρωνακτικά” μεταφορική παρέκκλιση της αρχικής ιδέας, σε επίπεδο σχεδόν άυλο και μεταφυσικό, ως εσωτερικευμένη αφύπνιση των παραστάσεων. Αυτή η συμπληρωματική εγγύτητα μεταξύ δύο ετερόμορφων εικαστικών σχημάτων, η μετάβαση από τις τρεις στις δυο διαστάσεις, ερμηνεύεται συνειρμικά μέσω μιας εκούσιας μετατοπιζόμενης απόστασης, που τελικά ενοποιεί αρμονικά τα δύο συστήματα. ΣΑΝΙΑ ΠΑΠΑ
Θεωρητικός Τέχνης Θεσσαλονίκη, Μάιος 1999 |
<< text only in Greek
[1] Gaston Bachelard, “Η εποπτεία της στιγμής”, (L'Intuition de l'instant), εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σελ. 7, 9.
[2] Mircea Eliade, “Εικόνες και Σύμβολα. Δοκίμια στον μαγικό-θρησκευτικό συμβολισμό”, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα 1994, σελ. 46. [1] Luc Benoist, “Σημεία, Σύμβολα και Μύθοι”, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992, σελ. 8, 52, 53.
|